ἐγερσίγελως

ἐγερσιθέατρος

ἐγερσιμάχα
ἐγερσι·θέατρος, ος, ον [ῐᾱ] qui excite l’attention des spectateurs, A. Pl. 361.
Étym. ἐγείρω, θέατρον.