ἐγερσιμάχα

ἐγερσιμάχας

ἐγερσίμοθος
ἐγερσι·μάχας, ου () [ῐᾰᾱ] qui excite les combats, Anth. 7, 424.
Étym. ἐγείρω, μάχη.