ἐγερσιμάχας

ἐγερσίμοθος

ἐγέρσιμος
ἐγερσί·μοθος, ος, ον [] c. le préc. Opp. C. 1, 207 ; Nonn. D. 2, 169, etc.
Étym. ἐγείρω, μόθος.