εἰδοποίησις

εἰδοποιΐα

εἰδοποιός
εἰδοποιΐα, ας ()
1 art du dessin, Phil. byz. ||
2 nature spécifique d’une chose, Str. 11 ; Lgn 18, 1, etc.
Étym. εἰδοποιός.