εἰδοποιΐα

εἰδοποιός

εἶδος
εἰδο·ποιός, ός, όν, qui constitue une espèce, spécifique, Arstt. Top. 6, 6, 2 ; Nic. 10, 4, 3.
Étym. εἶδος, ποιέω.