εἰδωλόθυτον

εἰδωλολατρεία

εἰδωλολατρεύω
εἰδωλολατρεία, ας () culte des idoles, idolâtrie, NT. Gal. 5, 20 ; 1 Cor. 10, 14 ; Clém. 2, 364 a Migne, etc.
Étym. εἰδωλολάτρης.