εἰδωλικός

εἰδωλόθυτον

εἰδωλολατρεία
εἰδωλό·θυτον, ου (τὸ) [] chair des victimes, NT. Ap. 15, 29 ; 1 Cor. 8, 1.
Étym. εἴδωλον, θύω.