εἰδωλολάτρης

εἰδωλομανέω-ῶ

εἰδωλομανία
εἰδωλο·μανέω-ῶ [] être passionné pour le culte des idoles, Nyss. 3, 557 a Migne.
Étym. εἴδωλον, μαίνομαι.