εἰδωλομανέω-ῶ

εἰδωλομανία

εἰδωλόμορφος
εἰδωλο·μανία, ας () [μᾰ] culte passionné des idoles, Bas. 3, 169 d Migne ; Nyss. 3, 913 d Migne.
Étym. cf. le préc.