εἰδωλοπλαστέω-ῶ

εἰδωλόπλαστος

εἰδωλοποιέω-ῶ
εἰδωλό·πλαστος, ος, ον, de forme imaginaire, Lyc. 173.
Étym. εἴδωλον, πλάσσω.