εἴδωλον

εἰδωλοπλαστέω-ῶ

εἰδωλόπλαστος
εἰδωλοπλαστέω-ῶ, représenter sous forme d’image, Héraclite gramm. All. Hom. 66.
Étym. εἰδωλόπλαστος.