εἰκοσαπλάσιος

εἰκοσαπλασίων

εἰκοσάς
εἰκοσα·πλασίων, ων, ον, gén. ονος, c. le préc. Archim. p. 121, 13 ; Plut. M. 925c.
Étym. εἴ. -πλασίων.