εἰκοσάπηχυς

εἰκοσαπλάσιος

εἰκοσαπλασίων
εἰκοσα·πλάσιος, ος, ον, vingt fois aussi grand, Plat. Tim. 35c (var. ἑπτακαιεικ-) ; Theol. 40, 1.
Étym. εἴ. -πλάσιος.