εἰκοσαμναῖος

εἰκοσάπηχυς

εἰκοσαπλάσιος
εἰκοσά·πηχυς, υς, υ, gén. εος [] de vingt coudées, Charès (Ath. 538d) ; Luc. D. mort. 27, 4.
Étym. εἴ. πῆχυς.