εἰκόσιοι

εἰκοσιοκτώ

εἰκοσιπενταέτις
εἰκοσι·οκτώ, vingt-huit, Spt. 4 Reg. 10, 36 ; 1 Esdr. 5, 27 ; DS. 14, 102.
Étym. εἴ. ὀκτώ.