εἰκοσιοκτώ

εἰκοσιπενταέτις

εἰκοσιπέντε
εἰκοσι·πεντα·έτις, ιδος [] adj. f. de vingt-cinq ans, Anth. App. 209, 8.
Étym. εἴ. πέντε, ἔτος.