εἰκοσιπενταέτις

εἰκοσιπέντε

εἰκοσίπηχυς
εἰκοσι·πέντε [] vingt-cinq, Dém. 926, 4 ; Spt. 3 Reg. 16, 28 ; 1 Esdr. 1, 37 ; Ezech. 40, 21.
Étym. εἴ. πέντε.