εἰκοστόπρωτος

εἰκοστός

εἰκοστοτέταρτος
εἰκοστός, ή, όν, vingtième, Od. 5, 34, etc. ; ἡ εἰκοστή (s. e. μερίς) la 20e partie, Arr. Epict. 2, 1, 26 ; DC. 56, 28, 4 ; particul. impôt du vingtième, Thc. 6, 54 ; 7, 28 ||
E Épq. ἐεικ. Il. 24, 765.
Étym. εἴκοσι.