εἰκοστός

εἰκοστοτέταρτος

εἰκοστώνης
εἰκοστο·τέταρτος, η, ον, vingt-quatrième, Plut. M. 935d ; τὸ εἰκοστοτέταρτον, la 24e partie, Nicom. Arithm. 80 Ast.
Étym. εἰ. τέταρτος.