εἰκοστοτέταρτος

εἰκοστώνης

εἰκοτολογέω-ῶ
εἰκοστ·ώνης, ου () fermier de l’impôt du vingtième, Arr. Epict. 4, 1, 33.
Étym. εἰ. ὠνέομαι.