εἰλαδόν

εἰλαπινάζω

εἰλαπιναστής
εἰλαπινάζω [ᾰῐ] (seul. prés. et impf. εἰλαπίναζον, Q. Sm. 6, 179) banqueter, célébrer un festin, Od. 2, 57 ; 17, 536 ; Pd. P. 10, 40 (ind. prés. 3 pl. dor. εἰλαπινάζοισι).
Étym. εἰλαπίνη.