εἰλαπινάζω

εἰλαπιναστής

εἰλαπίνη
εἰλαπιναστής, οῦ () [ᾰῐ] convive d’un festin εἰλαπίνη, Il. 17, 577 ; ép. de Zeus chez les Cypriotes, Ath. 174a.
Étym. εἰλαπίνη.