Εἰρηνίς

εἰρηνοδίκαι

εἰρηνοποιέω-ῶ
εἰρηνο·δίκαι, ῶν (οἱ) [] parlementaires, féciaux à Rome, DH. 2, 72 ; 1, 389, 8 ; 390, 6 ; 411, 4 Reiske ; App. 1, 51, 96 Schweigh.
Étym. εἰρήνη, δίκη.