εἰρηνοδίκαι

εἰρηνοποιέω-ῶ

εἰρηνοποίησις
εἰρηνο·ποιέω-ῶ, pacifier, concilier, Spt. Prov. 10, 11 ; NT. Col. 1, 20 ||
Moy. m. sign. Herm. (Stob. Ecl. 1, 984).
Étym. εἰ. ποιέω.