εἰρηνοφυλακέω-ῶ

εἰρηνοφύλαξ

εἰρήσεται
εἰρηνο·φύλαξ, ακος () [ῠᾰκ] qui veille au maintien de la paix, Xén. Vect. 5, 1 ; Eschn. 76 ; à Rome, fécial, Plut. Num. 12.
Étym. εἰρήνη, φύλαξ.