εἰρηνοποιός

εἰρηνοφυλακέω-ῶ

εἰρηνοφύλαξ
εἰρηνοφυλακέω-ῶ [ῠᾰ] (part. prés. -οῦντι) veiller à la conservation de la paix, Phil. 2, 209, 290.
Étym. εἰρηνοφύλαξ.