εἰρηνοποιΐα

εἰρηνοποιός

εἰρηνοφυλακέω-ῶ
εἰρηνο·ποιός, ός, όν :
1 pacificateur, Xén. Hell. 6, 3, 4 ; DC. 44, 49 ; à Rome, fécial, Plut. M. 279b ||
2 pacifique, NT. Matth. 5, 9.
Étym. εἰ. ποιέω.