εἰσνοέω

εἰσοδιάζω

εἰσόδιος
εἰσοδιάζω, percevoir un revenu ; au pass. être perçu comme revenu, Spt. 4 Reg. 12, 4 (-αζόμενον) ; 2 Par. 15, 18 (-ασθέν).
Étym. εἰσόδιος.