εἰσοδιάζω

εἰσόδιος

εἴσοδος
εἰσόδιος, ος, ον, qui concerne l’entrée : οἱ εἰσόδιοι, Antipat. (Stob. 428, 14) les premiers venus ; τὰ εἰσόδια, Spt. Dan. 11, 13, les revenus.
Étym. εἴσοδος.