εἰσοπτρισμός

εἰσοπτροειδής

εἴσοπτρον
*εἰσοπτρο·ειδής, anc. att. ἐσοπτρο·ειδής, ής, ές, semblable au réfléchissement dans un miroir, Plut. M. 890b.
Étym. εἴσοπτρον, εἶδος.