εἰσοπτροειδής

εἴσοπτρον

εἰσοπωπέομαι-οῦμαι
*εἴσοπτρον, seul. ἔσοπτρον, ου (τὸ) miroir, Pd. N. 7, 14 ; Jos. A.J. 12, 2, 9 ; Plut. M. 139f, 765a.
Étym. εἰσόψομαι.