εἰσπράκτης

εἴσπραξις

εἰσπράσσω
εἴσπραξις, anc. att. ἔσπραξις, εως () [] perception, Thc. 5, 53 (ἔσπρ.) ; Dém. 702, 13 ; Plut. Demetr. 27.
Étym. εἰσπράσσω.