Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εἰσπορεύω
εἰσπράκτης
εἴσπραξις
εἰσπράκτης,
ου
(
ὁ
) [
ᾱ
] percepteur,
Aqu.
Ex.
5, 6 et 13 ;
Job
39, 7
.
Étym.
εἰσπράσσω
.