ἐκϐιϐάζω

ἐκϐιϐαστικός

ἐκϐιϐρώσκω
ἐκϐιϐαστικός, ή, όν [ϐῐ] propre à accomplir, à exécuter, Procl. Ptol. 219, 1.
Étym. ἐκϐιϐάζω.