ἐκϐρυχάομαι-ῶμαι

ἔκϐρωμα

ἐκϐυθίζομαι
ἔκϐρωμα, ατος (τὸ) sciure de bois (rongée et rejetée par la scie) Soph. Tr. 700.
Étym. ἐκϐιϐρώσκω.