ἐκδύω

ἐκδωριόομαι-οῦμαι

ἐκέδασσε
ἐκ·δωριόομαι-οῦμαι (pf. 3 pl. ion. ἐκδεδωρίευνται) devenir ou se faire tout à fait dorien, Hdt. 8, 73.
Étym. ἐκ, Δωριεύς.