ἐκγαλακτόω-ῶ

ἐκγαλάκτωσις

ἐκγαμίζω
ἐκγαλάκτωσις, εως () [γᾰ] changement en lait, Th. C.P. 4, 4, 7.
Étym. ἐκγαλακτόω.