ἐκγαλάκτωσις

ἐκγαμίζω

ἐκγαμίσκομαι
ἐκ·γαμίζω [] (prés. inf.) donner en mariage, NT. Matth. 22, 30 ; 24, 38.
Étym. ἐκ, γάμος.