ἐκγίγνομαι

ἐκγλευκίζομαι

ἐκγλισχραίνω
ἐκ·γλευκίζομαι (seul. pf. part. ἐκγεγλευκισμένος) cesser d’être à l’état de moût, Hpc. 1227d.
Étym. ἐκ, γλεῦκος.