ἐκκοιλαίνω

ἐκκοιλίζω

ἐκκοιμάομαι-ῶμαι
ἐκ·κοιλίζω (part. ao. -ίξας) tirer du ventre, Mithæcus (Ath. 325f).
Étym. ἐκ, κοιλία.