ἐκκοιλίζω

ἐκκοιμάομαι-ῶμαι

ἐκκοιτέω-ῶ
ἐκ·κοιμάομαι-ῶμαι (part. ao. ἐκκοιμηθέντα) se réveiller, Plat. Leg. 648a.