ἐκκοιτέω-ῶ

ἐκκοιτία

ἐκκοκκίζω
ἐκ·κοιτία, ας () garde de nuit, Phil. byz. Bel. 93, 5 ; En. tact. Pol. c. 13, p. 41.
Étym. ἐκ, κοίτη.