ἐκλαύθην

ἐκλαχαίνω

ἐκλαχανίζομαι
ἐκ·λαχαίνω (seul. impf. ἐξελάχαινον) [] creuser, fouir, A. Rh. 1, 374 ; 4, 1532 ; Triphiod. 208.