ἐκλαχαίνω

ἐκλαχανίζομαι

ἐκλεαίνω
ἐκ·λαχανίζομαι (3 sbj. ao. -ίσωνται) [ᾰᾰ] cueillir des légumes, Th. H.P. 7, 11, 3.
Étym. ἐκ, λάχανον.