ἐκφαύλως

ἐκφερομυθέω-ῶ

ἐκφέρω
ἐκφερο·μυθέω-ῶ [] divulguer, Corn. 80 ; au pass. En. tact. Pol. 22 ; Bas. 3, 472 c Migne.
Étym. ἐκφέρω, μῦθος.