ἐκπλήγνυμι

ἐκπληκτικός

ἐκπληκτικῶς
ἐκπληκτικός, ή, όν, propre à frapper de stupeur ou d’étonnement, effrayant ||
Cp. -ώτερος, Xén. Hipp. 8, 18.
Sup. -ώτατος, Thc. 8, 92 ; Pol. 3, 4, 5.
Étym. ἐκπλήσσω.