ἐκπροκρίνω

ἐκπρολείπω

ἐκπρομολεῖν
ἐκ·προλείπω :
1 abandonner, Od. 8, 515 (part. ao. 2 ἐκπρολιπόντες) ; Thgn. 1136 ||
2 laisser, épargner, Ps.-Phocyl. 85.