ἐκπωμάτιον

ἐκπωματοποιός

ἐκπωτάομαι-ῶμαι
ἐκπωματο·ποιός, οῦ () [] fabricant de gobelets, titre d’une comédie d’Alexis, Ath. 691d.
Étym. ἔκπωμα, ποιέω.