ἐκπωματοποιός

ἐκπωτάομαι-ῶμαι

ἐκράανθεν
ἐκ·πωτάομαι-ῶμαι (ao. ἐξεπωτήθην) c. ἐκποτάομαι, Babr. 12, 1.