ἐκτακείη

ἔκτακτοι

ἐκταλαντόω-ῶ
ἔκτακτοι, ων (οἱ) soldats hors rangs (trompette, porte-drapeau, etc.) Asclépiod. El. tact.
Étym. ἐκτάσσω.